ΚΕΙΜΕΝΑ, ΑΡΘΡΑ, ΚΡΙΤΙΚΕΣ

«ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΛΠΙΔΕΣ ΕΝΟΣ ΦΙΛΟΚΥΘΗΡΙΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ»

Διάλεξη του καθηγητού George Huxley στην Αίθουσα της 
Φιλαρμονικής Ποταμού , 6 Ιουνίου 2013

Διακατέχομαι από μεγάλη χαρά κι ευγνωμοσύνη, τόσον εγώ όσον και η οικογένειά μου, διότι βρισκόμαστε πάλι στα Κύθηρα. Και ευχαριστώ τους Φίλους Μουσείων Κυθήρων, και ιδιαιτέρως την κυρία Τζωρτζοπούλου, για την ευκαιρία που μου δίδεται να διατυπώσω μερικές σκέψεις περί του επιστημονικού και κοινωνικού παρελθόντος του νησιού, καθώς επίσης, να εκφράσω τας ελπίδας μου υπέρ τινών μελλοντικών εγχειρημάτων. Επιθυμώ, ακόμα, να ευχαριστήσω την κυρία Ευανθία Πρωτοψάλτη δια την εξαιρετική φιλοξενία στην Σκάνδεια.

Αλλά πριν απ’ όλα πρέπει να ζητήσω την συγνώμη σας για το γραμματικώς αρχαΐζον ύφος του πεζού μου λόγου. Αυτό εδιδάχθην, αυτό εδίδαξα και αυτό το ύφος εκπηγάζει αυθορμήτως από τον νου μου όταν σκέπτομαι ελληνικά, μη έχοντας δεχθεί τας αλλοιώσεις της καθημέραν τριβής. Εις άλλα σημεία είναι δυνατόν να παρεισφρέουν δημώδεις εκφράσεις, λίαν αγαπητές εις εμέ, από την προ ημίσεος αιώνος συναναστροφή μου με τους συνεργάτας και φίλους της ανασκαφής της δεκαετίας του ’60.

Θα ήθελα ακόμη, ξεκινώντας, να δώσω μία διευκρίνιση για τον τίτλο της ομιλίας μου. Ίσως, σας ξενίσει η λέξις ‘‘φιλοκυθήριος’’ εάν αναλογιστείτε ότι πέρυσι, ο εξοχότατος Δήμαρχός σας μου απένειμε τον τίτλο του Κυθηρίου, και μάλιστα όχι μίας κοινότητος του πάλαι ποτε διηρημένου νησιού, αλλά όλων των Κυθήρων. Αυτή η σκέψις φέρει εις εμέ μεγάλη υπερηφάνεια και αγαλλίασιν. Ωστόσο, υπολογίζω αυτήν την ιδιότητα ως ένα στοιχείο πολύ εσωτερικόν, του οποίου οφείλω να μην δαπανώ απερίσκεπτα την ικανοποίηση. Δι’ αυτό επιτρέψατέ μοι να Σας εκθέσω με ειλικρίνειαν και αγάπη τες Αναμνήσεις και τες Ελπίδες ενός φιλοκυθήριου γέροντος.

Πέρυσι, ομίλησα στην Χώρα περί τες αρχαιολογικές έρευνες στο Καστρί Παλαιόπολης που ήρχισαν πριν πενήντα χρόνια. Ετόνισα την σημασία, για τες εργασίες μας, της προσωπικότητος του Αντωνίου Πρωτοψάλτου, ο οποίος ήταν αρχιεργάτης της ανασκαφής. Είχε το παρατσούκλι ‘‘Λαμπραντώνης’’ γνωστό σε όλους τους Κυθηρίους. Τέτοια ονόματα δεν εχρησιμοποιούντο μόνον προς διάκρισιν τυχόν συνωνυμιών αλλά αποτελούσαν, έτι μάλλον, σύμβολα κοινωνικής συνοχής του τότε πληθυσμού του νησιού. Ενθυμούμαι και άλλα παρατσούκλια, αναγνωριζόμενα εις ολόκληρον το νησί. Λόγου χάριν, στον οδηγό Ιωάννη Δαπόντε δόθηκε το αναπάντεχο όνομα ‘‘Θεός’’! Την καθηγήτριαν στο Γυμνάσιον της Χώρας, Πετροχείλου, πάντες απεκάλουν ‘‘Μποτίτσαν’’. Η κοινωνία των Κυθήρων, όπως επίστεψα τότε και πιστεύω και τώρα, ομοιάζει προς την αριστοτελικήν διάταξιν ‘‘οικογενείας – κώμης (δηλαδή χωρίου) – πόλεως. Είναι, κατά την άποψη μου, σημαντικό ότι πολλά χωρία του νησιού φέρουν ονόματα οικογενειών συμφώνως προς το εξηγούμενο, υπό του Αριστοτέλους στα Πολιτικά του, θεωρητικόν σύστημα. Ας συλλογιστούμε τα ονόματα χωρίων όπως τα Φριλιγκιάνικα, τα Καστρισιάνικα, τα Αρωνιάδικα, τα Λογοθετιάνικα, τα Κοντολιάνικα, τα Φατσάδικα και πολλά άλλα.

Στο Καστρί, η σχέση με την αρχαιότητα ήταν πάντοτε καταφανώς παρούσα. Είναι αυτονόητον ότι η (αρχαιολογικώς αποδεδειγμένη) παρουσία των Μινωιτών καθώς και των αρχαίων Ελλήνων παρείχε έναν ουσιώδη σύνδεσμον μεταξύ της αρχαιότητος και της σύγχρονης εποχής. Αλλά, επίσης, θυμάμαι καλά πώς η Βοτανική και η Ζωολογία της Παλαιόπολης προσέφερε συχνά-πυκνά υπομνήσεις της Αρχαίας Ελληνικής Ποιήσεως. Στο ακρωτήριον του Καστριού όπου ανεκαλύψαμε τον Μινωικόν συνοικισμόν, ήνθιζαν άφθονα μάραθα, τα οποία συνειρμικώς μας εθύμιζαν τον κοίλον νάρθηκα του Προμηθέως και την κρυμμένη φωτιά κατά την Θεογονίαν του Ησιόδου. Παρομοίως, εγένετο μια αντήχησις των αριστοφανικών Βατράχων από τον κοασμόν των πραγματικών κυθηρίων βατράχων που εφώναζαν αδιάκοπα μέσα στη λιμνούλα καθαρού νερού κοντά στο ακρωτήριο. Και κατά την ώρα του βραδινού συσσιτίου, όταν καθόμαστε κάτω από την κρεβατίνα του Λαμπραντώνη, εξήρχοντο του ασβεστωμένου τοίχου αι σαύρες για να πιάσουν νυχτοπεταλούδες. Η νυχτερινή αύτη εξόρμησις μάς εθύμιζεν την παρατήρηση του ποιητού Θεοκρίτου ο οποίος έγραφε ότι στη μεσημβρινή ζέστη «... καὶ σαῦρος ἐν αἱμασιαῖσι καθεύδει» (Θαλύσια 7.22), δηλαδή «η σαύρα αναπαύεται μες στον πετρότοιχο».

Όμως δεν ήταν όλα τα πλάσματα της Φύσεως ευπρόσδεκτα κατά τες αντιλήψεις του Λαμπραντώνη. Ουδέποτε η στριγγιά φωνή της κουκουβάγιας ήτο αρεστή εις τα ώτα αυτού. Όποτε ήκουε εκείνο το πουλί, έρριπτε πέτρες αμέσως, στον ελαιώνα, κοντά στο σπίτι. Τωόντι, αυτά τα πουλιά ήταν δυσοίωνα στη σκέψη των εντοπίων. Για τους αρχαιολόγους, όμως, πιο απειλητικά ήταν οι αλογόμυγες και τα κουνούπια με τα τσιμπήματά τους, κατά των οποίων τα εντομοκτόνα απεδεικνύοντο συχνάκις άχρηστα. Ο Αντώνης μου είπε ότι προ πολλού, κάθε νύχτα του καλοκαιριού, η ‘‘εντομοκρατία’’ ανάγκαζε τες αγροτικές οικογένειες τής Παλαιόπολης σε άτακτη φυγή προς την παραλία κοντά στο Καστρί, διότι το θαλασσινό ράντισμα απωθούσε τα φοβερά έντομα. Σχετικώς με αυτό, θυμούμαι τον οίστρον ο οποίος κατεδίωξεν την δυστυχή Ιώ από του Άργους εις την Αίγυπτον.

Γνωρίζοντες την ζημίαν από τες επιθέσεις των εντόμων, φέραμε για προστασία των παιδίων μας, κατά την περίοδον των διακοπών, κουνουπιέρες. Ο Αντώνης ηγόρασε από μας, όταν φύγαμε, μίαν κουνουπιέρα και ανεκάλεσεν στη μνήμη του ότι προ πολλού οι Βενετζιάνοι άρχοντες της Χώρας χρησιμοποιούσαν παρόμοιες επινοήσεις (zanzariere).

Στην παραλία συνέβαινε μια άλλη παραδοσιακή ωφέλεια. Θυμάμαι καλά μια καλοκαιριάτικη ημέρα, όταν κάποιες γριές ήρθαν στο Καστρί και κάθισαν στην αμμουδιά, με τα πόδια τους χωμένα στην άμμο με σκοπό να ανακουφιστούν από τους πόνους της αρθρίτιδος.

Μισό αιώνα πριν, η πνευματική και θρησκευτική ζωή των Κυθηρίων μού προξένησε σοβαρά και ζωηράν εντύπωσιν. Ο Μητροπολίτης Μελέτιος προΐστατο της εκκλησιαστικής ζωής του νησιού και η λαϊκή ευσέβεια ευδοκίμησε εξαιρετικά, ιδιαίτερα μέσα στες ψυχές των πιστών γυναικών. Η σύζυγος τού Αντωνίου, η Αικατερίνη, επίστευεν με βαθύτητα και απλότητα στην δύναμη του επιχωρίου Αγίου Παντελεήμονος να επεμβαίνει στα ανθρώπινα. Η εκκλησία τού Αγίου στέκεται ακόμα σε έναν ελαιώνα κοντά στο Καστρί. Ο Άγιος, όπως μου ετόνισε η Αικατερίνη, έσωσε πολλές φορές την Παλαιόπολη από τους απειλητικούς κινδύνους καταστροφής στες εποχές καλοκαιρινών πυρκαγιών. Προσκυνηματικά ταξείδια με τα πόδια έδιναν επίσης ενδείξεις θρησκευτικής αφοσιώσεως. Θυμάμαι μερικές γυναίκες, κατά την περίοδο της Σαρακοστής, να περιπατούν στον αυχμηρό δρόμο έξω από το σπίτι τού Λαμπραντώνη. Προέρχονταν από ένα μεσόγειο χωρίο και κατευθύνονταν σε προσκυνηματική πορεία προς το ιερό του Αγίου Γεωργίου στο Βουνό, επάνω από τον Αυλαίμονα.

Θα ήθελα να αναφέρω τώρα ένα άλλο δείγμα της πνευματικής παράδοσης στην περιοχή της Παλαιόπολης. Προ πολλών ετών, μέσα σε ένα παραλιακό σπήλαιο, νοτίως της Παλαιόπολης, έζησε ένας όσιος ερημίτης σαν αναχωρητής της αιγυπτιακής ερήμου. Δεν είχε φαγητό, αλλά οι εντόπιοι των μεσογείων οικισμών έφεραν τακτικώς τρόφιμα που κατέβαζαν με σχοινί και κοφίνια κάτω από το χείλος του αποτόμου βράχου. Δηλαδή, έπρατταν ως είπεν ο Χρυσόστομος ότι «ἡ ἐλεημοσύνη οὐκ ἐν χρήμασι γίγνεται μόνον, ἀλλὰ καὶ ἐν πράγμασιν».

Δεν ξεύρω διατί ο εξαιρετικός σεβασμός των Τσιριγωτών ήταν τόσο σοβαρός, αλλά με διστακτικότητα θα πρότεινα το εξής: η παραδοσιακή πειθαρχία της μεταβυζαντινής Ορθοδοξίας συναρμόστηκε ιστορικώς (κατά τους εξωτερικούς τύπους και όχι στας δογματικάς διαστάσεις) με την Καθολική ποιμαντική άσκηση των παλαιών Βενετζιάνικων οικογενειών δημιουργώντας βαθύτατα ερείσματα και στην λαϊκή ψυχή.

Ο Αντώνης εξασκούσε καταπληκτικήν ακρίβεια σχετικώς με τα ζητήματα τοπικής ιδιοκτησίας. Μια φορά, ήρθαν στο σπίτι του τοπογράφοι-μηχανικοί κρατώντας αεροφωτογραφίες όλων των χωραφιών στην περιοχή Παλαιόπολης. Οι μηχανικοί ζήτησαν από τον Αντώνη βοήθειαν σχετικά με την ταυτότητα των επιμέρους ιδιοκτητών, ήταν υποθέτω στες φωτογραφίες παραπάνω από εκατό χωράφια. Ο Αντώνης κάθησε και καθώς έδειχνε με το δάκτυλό του, έλεγεν: ‘‘κληρονόμος στη Μελβούρνη, χήρα Φριλίγκου στα Μητάτα, Κασσιμάτης μακαρίτης από Δόκανα, κληρονόμοι Σκλάβου και Κοντολέοντος από Φριλιγκιάνικα μετανάστες στην Αμερική, κληρονόμος της οικογένειας Πατρικίου ή Κομηνού μετανάστης στο Σύδνεϋ’’. Τέτοια λόγια εξέθετεν, χωρίς δισταγμό κανέναν. Τα ονόματα βέβαια, δεν τα θυμάμαι ακριβώς, αλλά θα καταλαβαίνετε το φαινόμενο καταπληκτικής μνήμης και θαυμαστής αντιλήψεως του χώρου που διέθετε ο ξεχωριστός αυτός άνθρωπος.

Πέρυσι, στην Χώρα, περιέγραψα την δραστηριότητα και τες προσωπικότητες των ανασκαφών εις την Παλαιόπολη. Δεν θέλω να επαναλάβω όλα τα θέματα αυτά, αλλά πρέπει να τονίσω και πάλι την εξαιρετική συμβολή του διαπρεπούς και –αλλίμονον!– μακαρίτου πλέον, φίλου μου, Nicolas Coldstream στην ιστορική και στρωματογραφική εξήγηση των ανασκαφών στο Καστρί. Κατά το διάστημα των πενήντα χρόνων μετά τις ανασκαφικές επιχειρήσεις, η ιστορική αντίληψη της κυθηραϊκής αρχαιότητος έχει πραγματοποιήσει σημαντική πρόοδο.

Επιλεκτικά ας τονίσομε την ανασκαφή Μινωικού ιερού στην Κορυφή του Αγίου Γεωργίου υποδειχθείσα υπό του Αδώνιδος Κύρου και διενεργηθείσα υπό του –υπέρ διετίαν εκδημήσαντος– Ιωάννη Σακελλαράκη, τας τοπικάς και στατιστικάς εξερευνήσεις υπό την διεύθυνση του καθηγητού Broodbank, τας ανακαλύψεις επί του βουνού του Παλαιοκάστρου υπό του Πετροχείλου και Τσαραβόπουλου, τες συστηματικές σπουδές περί της Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Παλαιόχωρας. Και να μην ξεχάσωμε τα γραπτά κείμενα. Θυμάμαι, με ευγνωμοσύνη, το έργον της καθηγητρίας Μαλτέζου περί των Ενετικών Αρχείων Κυθήρων – αναφέρω, χάριν παραδείγματος, την εμπερίστατη απόδειξίν της ότι ο Διονύσιος Σολωμός είχε Κυθηρίους προγόνους. Και πρέπει, επίσης, να εξάρω την προσεκτική δουλειά, κατά την διάρκεια πολλών ετών, της κυρίας Ελένης Χάρου-Κορωναίου στο Αρχείον του Κάστρου της Χώρας του οποίου η προσωπογραφική σημασία παραμένει ζωτική και εξαιρετική.

Με το παρόν πρέπει να προτείνω ένα ζήτημα προσωπογραφικό. Ποίος ήταν ο πρώτος και αρχικός Κυθήριος αρχαιολόγος των νεωτέρων χρόνων; Πολλοί ίσως θα δώσουν την απάντηση ‘‘Βαλέριος Στάης’’ ο οποίος απεκάλυψε Υστεροελλαδικούς τάφους στη θέση Λιονή, βορείως της Χώρας. Αλλά υπάρχει άλλος, προγενέστερος διεκδικητής του τιμητικού τίτλου. Το όνομά του είναι Ιωάννης Καλούτσης, μέλος της διακεκριμένης οικογένειας Βενετζιάνικης καταγωγής των Calucci. Ούτος ο επιστήμων πρώτα-πρώτα εδημοσίευσε την περίφημη –αλλά, αλίμονο, σήμερα πια χαμένη– επιγραφή σε σφηνοειδή Παλαιοβαβυλωνιακή γραφή η οποία βρέθηκε στην περιοχή της Παλαιόπολης περίπου στα χίλια οκτακόσια σαράντα. Δεν ξέρω εάν η δημοσίευση του πέτρινου κειμένου ήταν σε ελληνικά ή σε ιταλικά αλλά εν έτει 1853, στην Αγγλία, ο διαπρεπής γεωγράφος της Ελλάδος και της Μικρασίας, συνταγματάρχης Leake, ο οποίος μάλιστα είχε παλαιότερον ναυαγήσει με το Μέντωρ πλησίον του Αυλαίμονος, εξέδωσε μία μετάφραση του άρθρου του Ιωάννη Καλούτση. Η επιγραφή, όπως ίσως γνωρίζετε, ονομάζει τον Ναράμ-Σιν, ο οποίος υπήρξε βασιλεύς εις την Εσνούνα εν τη Μεσοποταμία, κατά τον δέκατο-όγδοο αιώνα προ Χριστού. Πόσο μακρυά εξετάθησαν αι θρησκευτικαί συνδέσεις των Μεσομινωικών Κυθήρων! Χάρη στην επιστημοσύνη του Ιωάννου Καλούτση κατέχομεν πολύτιμον πιστοποιητικόν ότι το νησί των Κυθήρων μπορεί να ήτο βασίλειο όχι μόνο της Αφροδίτης αλλά και της Αστάρτης.

Ο ενώπιόν σας ευρισκόμενος ογδοηκοντούτης γέρων επιθυμεί να εκφράσει τώρα ολίγας ειδικάς ελπίδας.

Ελπίζω ότι θα μπορέσωμε να δημοσιεύσωμε ξανά μία φωτογραφική ανατύπωση, ή ακόμα μια ελληνική έκδοση, του βιβλίου Κύθηρα, Ανασκαφές και Σπουδές.

Ελπίζω, επιπλέον, εις την ολοκλήρωση της δημοσιεύσεως των Μινωικών ειδωλίων από την κορυφή του Αγίου Γεωργίου, καθώς επίσης στην διαρκή έκθεση όλων των ανευρεθέντων αντικειμένων στα Κύθηρα.

Έχω την ελπίδα επίσης ότι, ύστερα από την οικονομική κρίση, θα αρχίσουν πάλι αρχαιολογικές ανασκαφές στην Σκάνδεια και στο Παλαιόκαστρο, στην περιοχή των Αγίων Κοσμά και Δαμιανού, για να ρίξωμε φως επί της Ηροδότειας παραδόσεως περί της αρχής των Αργείων στα αρχαία Κύθηρα, προ των Λακεδαιμονίων. Στη μέση των οικονομικών δυσκολιών πρέπει να μην χάνωμε την εμπιστοσύνη μας στην αναγκαιότητα, στη δύναμη και στην αποτελεσματικότητα της επιστημονικής προελάσεως.

Αι γεροντικές ελπίδες μου περιλαμβάνουσι την ουσιαστική αναζωογόνηση των Μουσείων των Κυθήρων. Πληροφορούμαι με χαρά και ανυπομονησία την μικρά πρόοδο που έχει συντελεσθεί σχετικώς με την επαναλειτουργία του Αρχαιολογικού Μουσείου της Χώρας. Προσβλέπω δε στη σωστή κεφαλαιοποίηση και οργάνωσή του ώστε με μορφωτικές εκθέσεις αρχαιοτήτων, καλλιτεχνίας και ιστορίας μαζί με στρωματογραφικά και γεωλογικά σχέδια να προαγάγει τις αρχαιολογικές σπουδές.

Με πρόδηλη ικανοποίηση είδα ότι, μέσα στον χρόνο που παρέλευσε από την προηγούμενη επίσκεψή μου, ιδρύθηκε και λειτουργεί Δημοτική Βιβλιοθήκη στο χωρίο Κοντολιάνικα, εξυπηρετούσα άριστα όλο το νησί. Ελπίζω να γίνει ταχεία πρόοδος στην εξέλιξη αυτής, ίνα οι ερευνηταί δύνανται να μελετούσι τα απαραίτητα κείμενα και εγχειρίδια της Κυθηραϊκής ιστορίας, αρχαιολογίας και λαογραφίας, σύμφωνα με την γοητευτική ποικιλία και την σεμνή προστασίαν της Ουρανίας Αφροδίτης. 
----·----

  ΕΝΑ ΑΘΗΣΑΥΡΙΣΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΚΑΒΑΦΗ

Το παρακάτω κείμενο δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο διεθνές περιοδικό λογοτεχνικού προβληματισμού, «Τα σημειωματάρια του Πιέρ Μενάρ». Από πλευράς της σύνταξης της σελίδας, αναδημοσιεύεται άνευ σχολίων.

Συντάσσοντας μια διατριβή για τον Καβάφη διεξήγαγα έρευνα στη λογοτεχνική παραγωγή των αρχών τού προηγούμενου αιώνα στην Αλεξάνδρεια. Ανάμεσα σε πολλά, άγνωστα μέχρι τότε σε μένα, κείμενα ανακάλυψα και το κάτωθι ποίημα, το οποίο θα πρέπει να αποδώσουμε σε κάποιον ανώνυμο ποιητή, μιμητή του ύφους και του ήθους του μεγάλου αλεξανδρινού. Εδώ θα πρέπει να σημειώσω την στενή σχέση πολλών αλεξανδρινών με την προγονική κοιτίδα των Κυθήρων.

Πρόκειται για δυο ανθρώπους, όχι φανατικούς έλληνες ή χριστιανούς, αλλά μάλλον για δυο νέους που θέλουν να ζήσουν ήσυχα και ν' αγαπηθούνε. Το ποίημα πρέπει να αναφέρεται στο μεσαιωνικό Τσιρίγο, καθώς γνωρίζουμε απ' τις πηγές ότι η Παληόχωρα (Άγιος Δημήτριος) χτίστηκε από Κωνσταντινουπολίτες που κατέφυγαν στο νησί για ν' αποφύγουν τη βαριά φορολογία του Μιχαήλ Παλαιολόγου και ν' αποδοκιμάσουν την πολιτική συνεννόησης με τους Λατίνους. Οι νέοι του ποιήματός μας έχουν τουλάχιστον έναν ακόμα λόγο να καταφύγουν σ’ ένα μικρό νησί της παλαιάς Ελλάδας.
                                    Διονύσιος Κ. Νικολάου


            Εἶναι δυὸ νέοι, τοῦ ἔρωτος παιδιά. Ἐμπρὸς τους
            δὲν εἶναι ὁ Μαρμαρᾶς ἤ ὁ Κεράτιος, εἶν’ τὸ Μυρτῶον
            πέλαγος, μιὰ δόξα θριαμβική. Μιλᾶνε:

           «Πᾶνε πιὰ τοῦ Βυζαντίου τ’ ἀρχαῖα μεγαλεῖα,
            λιγόστεψαν οἱ ἄνθρωποι, φτωχῦναν τὰ παλάτια.
            Ὁ νέος αὐτοκράτορας μᾶς τάραξε σ’τοὺς φόρους
            καὶ λέγεται πὼς ξεπουλάει τὴν ἁγία πίστη μας
            εἰς τοὺς ἐχθρούς μας, τοὺς δικέρατους Λατίνους.

            Τὰ ἐκκλησιαστικὰ δὲν τὰ καταλαβαίνουμε πολύ.
            Βέβαια νοιώθουμε ποὺ εἴμαστε ἀπὸ ρίζα ἐκλεκτή,
            βέβαια νοιώθουμε ποὺ εἴμαστε Ρωμιοὶ
            κι ἡ πίστη μας εἶναι πιὸ σωστή. Ἀλλὰ
            δὲν εἴμαστε δα τίποτε ἀκραιφνεῖς.

            Στὴν Πόλι ἦτον δύσκολο ν' ἀγαπηθοῦμε...
            Πόνος πολύς – μέρος πολύ – κι ὄχι τόσο δικό μας,
            ὁ κόσμος λίγος καὶ σχολιάζανε πολύ.
            Ὡστόσο κρύβεται κανεὶς καλύτερα
            σ' ἕνα μικρὸ νησί.

           Ἐδῶ πατοῦμε πάλι γῆν ἑλληνικὴ, ὑπὸ τὴν προστασία
            μιᾶς θεᾶς τῆς καθ΄ἡμᾶς ἀνατολής,
            ὑπὸ τὴν προστασία τῆς θεᾶς τοῦ ἔρωτος.
            Ὁ τόπος ἥσυχος, οἱ ἀνθρῶποι κουρασμένοι,
            ὅλα ἁπλᾶ καὶ συνετά, σὲ μέτρο ἑλληνικό.

            Γλυτώσαμε πιὰ ἀπὸ τὸν ἄθλιον Παλαιολόγο,
            ἀπ' τὸν Παλαιολόγο καὶ τοὺς φόρους του...»
            
----·---- 

Η ΑΗΔΟΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΡΟΔΟ: ΣΥΝΑΥΛΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΑΡΜΟΝΙΚΗΣ ΠΟΤΑΜΟΥ

Θερμά συγχαρητήρια αξίζουν στη Φιλαρμονική Ποταμού Κυθήρων και σε όλους τους παράγοντες της εξαιρετικά πετυχημένης συναυλίας που έλαβε χώρα την Παρασκευή 15/2 στην αίθουσα της Φιλαρμονικής, στον πρώτο όροφο του Πνευματικού Κέντρου. Η καινούργια ορχήστρα δωματίου της Φιλαρμονικής, υπό τη διεύθυνση του Παναγιώτη Λευθέρη και εμπλουτισμένη με τους τραγουδιστές Χρυσάνθη Γεωργιάδου και Κώστα Ρωζή, παρουσίασε συναυλία μουσικής του 16ου και 17ου αιώνα. Η μουσική των Purcell, Praetorius και Attaignant, που σίγουρα για πρώτη φορά ακούστηκε σε ζωντανή εκτέλεση στα Κύθηρα, μαζί με σύγχρονα ελληνικά τραγούδια, συνόδευσε την απαγγελία αποσπασμάτων από το παραμύθι του Oscar Wilde, «Η αηδόνα και το ρόδο». Συγχρόνως, σε οθόνη πίσω από την ορχήστρα εναλλάσσονταν ζωντανή βιντεοσκόπηση και παλαιές λήψεις.

Το φιλόδοξο αυτό εγχείρημα ήλθε να παρακολουθήσει και να χειροκροτήσει πολυπληθές και ενθουσιώδες κοινό,  υπογραμμίζοντας για μία ακόμα φορά τη δίψα των Κυθηρίων τόσο για πολιτισμό όσο και για ψυχαγωγία τους κρύους αυτούς μήνες του χειμώνα. Πέρα από τους επί σκηνής πρωταγωνιστές, δεν πρέπει βέβαια να λησμονούμε τα όσα οφείλουμε και στους αφανείς αλλά απαραίτητους πρωταγωνιστές της πολιτισμικής ζωής του νησιού μας: στην περίπτωση τον Στέλιο Μεγαλοκονόμο, τοπικό πρόεδρο Ποταμού και υπεύθυνο για την πρόσφατη συντήρηση και καλλωπισμό του Πνευματικού Κέντρου και της αίθουσας της Φιλαρμονικής. Μπράβο!
19/2/2013

  ----·----

ΠΑΥΛΟΣ ΜΥΛΩΦ: ΡΩΣΟΣ ΕΜΙΓΚΡΕΣ ΣΤΑ ΚΥΘΗΡΑ

Το Τσιρίγο διάλεξαν οι πρόγονοί μας για τόπο γένεσης και λατρείας της Ουράνιας Αφροδίτης, της θεότητας που εκφράζει το ιδεατό.  Και δε θα μπορούσε να είναι και αλλιώς·  σαν ανοίγεσαι από τον Καβομαλιά μυστηριώδης ξεπροβάλει μεσοπέλαγα μια σκιά άγνωστη, θελκτική…
 
Είναι άγονη γραμμή, μα προσελκύει γόνιμες καρδιές και μυαλά.  Έτσι ακριβώς στον ορμίσκο του Καψαλιού η Γιωργία Τσέρη και ο άνδρας της ο Αντώνης Δαπόντε έχουν στήσει έναν μικρό, μα φιλόξενο χώρο τέχνης, ο οποίος φιλοδοξεί να προσδώσει στη «νήσο του ιδεατού» μιαν άλλη άποψη της αισθητικής και του πολιτισμού. “Follow Your Art” τον ονομάτισαν πολύ εύστοχα, μιας και για να φτάσεις στο Cerigo, πρώτα οφείλεις να ακολουθήσεις την καρδιά…
 
Εκεί λοιπόν τις προάλλες δίχως πρόσκληση, μάλλον από ένστικτο, ανηφόρισα τα στενά σκαλοπάτια, που οδηγούν στον πρώτο όροφο, όπου στεγάζεται το μεράκι και το γούστο της Γιωργίας και των φίλων της.  Η θέα αυτού του χώρου είναι μοναδική σε σημείο, που το έξω κατακλύζει κάθε εσωτερικό… Κι όμως αυτή τη φορά η αίθουσα σημαδευόταν από την αύρα της παρουσίας του Παύλου Μυλώφ.  Όχι βέβαια του ίδιου, μα της φωτογραφικής του τέχνης, η οποία παρουσιάζεται για πρώτη φορά μετά το θάνατο του.

Ο Παύλος Μυλώφ γεννήθηκε πριν την Οκτωβριανή Επανάσταση στη Ρωσία και μετά το ξέσπασμα αυτής κατέφυγε με τη μητέρα του στην Ελλάδα.  Ίσως γι’ αυτό και ο φακός του αποτυπώνει με μοναδική ευαισθησία εικόνες από περασμένες εποχές, σχεδόν λησμονημένες.  Στις φωτογραφίες του διακρίνει κανείς τη νοσταλγική ποιητική φύση ενός γνήσιου αντι-ήρωα, που πίσω από την κάμερα αναδεικνύει με τρυφερότητα και δεξιοτεχνία την «τρίτη ματιά»…
 
Φεύγοντας από το χώρο αποχαιρέτησα με ευχαρίστηση μια εξαίρετη γνωριμία, όχι με τον γήινο Παύλο Μυλώφ, μα με την τέχνη του, που σίγουρα τριγυρνά και κολακεύει το δικό του ιδεατό, τις δικές μας όμορφες αναμνήσεις του πραγματικού πλούτου αυτής της χώρας.
 
Η έκθεση θα διαρκέσει στο χώρο του “Follow Your Art” στο Καψάλι Κυθήρων ως και τις 14 Σεπτεμβρίου.  Την επιμέλεια έχει ο Γιάννης Σταθάτος· την έμπνευση και τη δύναμη η Γιωργία Τσέρη.
Βασίλης Σπηλιοτόπουλος
Εκτός Δικτύου
LIFO 2/9/12

 

Η ΠΑΝΟΡΑΜΙΚΗ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΜΥΛΩΦ


 Ο Παύλος Μυλώφ γεννήθηκε το 1890 στη Βεσσαραβία της Ρωσίας (σημερινή Μολδαβία). Μετά την επανάσταση των Μπολσεβίκων, κατέφυγε με τη μητέρα του στην Ελλάδα, όπου και έζησε μέχρι τον θάνατό του το 1972. Εργάσθηκε σαν δημοσιογράφος και μεταφραστής σε διάφορες Αθηναϊκές εφημερίδες. Τα ενδιαφέροντά του συμπεριλάμβαναν τόσο τη λογοτεχνία όσο και την περιήγηση (υπήρξε μέλος της Ένωσης Ελλήνων Συγγραφέων και της Ένωσης Δημοσιογράφων Τουρισμού), αγαπημένη του όμως ενασχόληση ήταν αναμφισβήτητα η φωτογραφία, στην οποία αφοσιώθηκε κατά τις δεκαετίες του ’50 και του ’60.   

Η ίδρυση της Ελληνικής Φωτογραφικής Εταιρείας το 1952 υπήρξε σημαδιακή για τον Μυλώφ. Ο ίδιος συγκαταλέγεται μεταξύ των ιδρυτικών μελών, παίζοντας ουσιαστικό ρόλο στη διαμόρφωση των αρχών αλλά και της πρακτικής κατεύθυνσης του φορέα. Έγραψε τότε χαρακτηριστικά ότι ένας από τους κυριότερους σκοπούς της οργάνωσης «είναι να δώσει ώθηση στη φωτογράφιση των ωραιοτάτων Ελληνικών τοπείων και αρχαιολογικών θησαυρών της Ελλάδος». Μόνον έτσι «οι ερασιτέχνες θα μπορέσουν με τις φωτογραφίες τους να εκτοπίσουν από την αγορά τα άθλια εκείνα καρτ-ποστάλ και τις ακαλαίσθητες κακότεχνες φωτογραφίες, που μόνο για δυσφήμιση της Eλλάδος χρησίμευαν έως τώρα».

Από τους στυλοβάτες της ΕΦΕ, ο Μυλώφ ανέλαβε «τη διεύθυνση του τριμηνιαίου περιοδικού Ελληνική Φωτογραφία για ολόκληρη την πρώτη περίοδο (αρ.1, Ιούλιος 1954 – αρ. 35, Νοέμβριος 1964) και για κάποια επιπρόσθετα τεύχη της δεύτερης». Η Ελληνική Φωτογραφία ήταν για πολλά χρόνια η μόνη περιοδική έκδοση που ασχολείτο με το μέσον αυτό στην Ελλάδα, και οι απόψεις του Μυλώφ και των συναδέλφων του της ΕΦΕ γαλούχησαν μια ολόκληρη γενιά Ελλήνων φωτογράφων – απόψεις που θα μπορούσαν σε γενικές γραμμές να χαρακτηρισθούν συντηρητικές, σε αντιδιαστολή τουλάχιστον με τα φωτογραφικά τεκταινόμενα στο εξωτερικό. Όπως επισημαίνει η Αλεξάνδρα Μόσχοβη, «μέσα από τις σελίδες του περιοδικού Ελληνική Φωτογραφία [...] θα διαμορφώνονταν τα κριτήρια που νομιμοποιούσαν, για τον τότε φωτογραφικό κόσμο, μια φωτογραφία ως έργο τέχνης».

Το πάθος του οδήγησε τον Μυλώφ να οργώσει κυριολεκτικά την Ελλάδα, σε μια προσπάθεια να συλλάβει με τον φακό όλες τις εκφάνσεις της καινούργιας του πατρίδας. Ο κατάλογος του αρχείου του θα μπορούσε να αποτελέσει γεωγραφικό λεξικό της Ελλάδας, από την Αιδηψό μέχρι το Χλεμούτσι. Παράλληλα, φωτογράφιζε μεθοδικά ανθρώπους, επαγγέλματα και παραδοσιακά έθιμα, αλλά και μεγάλες βιομηχανικές μονάδες όπως τα εργοστάσια της Πειραϊκής-Πατραϊκής στην Καλλιθέα, το Καλυκοποιείο Ματσινιώτη ή την Εριοβιομηχανία Ναούσης. Κάποιες από τις τελευταίες φωτογραφίσεις ήσαν σίγουρα παραγγελίες, απόδειξη πως ο Μυλώφ θα πρέπει, όπως αρκετοί άλλοι μεταξύ των κορυφαίων φωτογράφων της ΕΦΕ την εποχή εκείνη, να θεωρηθεί τουλάχιστον εν μέρει επαγγελματίας φωτογράφος.

Η αισιόδοξη αυτή πεποίθηση, ότι δηλαδή θα ήταν δυνατόν, θεωρητικά τουλάχιστον, το όραμα ενός και μόνον φωτογράφου να συμπεριλάβει και να καταγράψει μια ολόκληρη κοινωνία, ήταν χαρακτηριστική πολλών Ελλήνων φωτογράφων της γενιάς του, με πρώτο βέβαια και καλύτερο τον Δημήτρη Χαρισιάδη, του οποίου ο κατάλογος αρνητικών και μόνον γεμίζει 57 παχιά κλασέρ. Τηρουμένων φυσικά των αναλογιών, το έργο και η πανοραμική ματιά του Παύλου Μυλώφ αντικατοπτρίζουν αρκετά πιστά το έργο και τις προθέσεις του μεγάλου Έλληνα φωτοδημοσιογράφου. 

Το 1957 ο Μυλώφ συμμετέχει σε σημαντική ομαδική έκθεση στο Art Institute of Chicago. Οργανωμένη από τον Peter Pollack, υπεύθυνο του Φωτογραφικού Τμήματος του ιδρύματος, η έκθεση «Η Ελλάδα από 11 Έλληνες Φωτογράφους» (Greece by Eleven Greek Photographers) συμπεριλαμβάνει 42 έργα μελών της ΕΦΕ, με επικεφαλείς τους Χαρισιάδη και Άρη Κωνσταντινίδη. Στο συνοδευτικό κείμενο της έκθεσης, ο επιμελητής σημειώνει: «Εδώ αντιπροσωπεύεται η Ελλάδα, μια χώρα όμορφη, ηλίου, θάλασσας και βουνών, αρχαίων μνημείων, βυζαντινών ναών, απλών ασβεστωμένων σπιτιών και μοντέρνων πόλεων [...] Είναι μια εικόνα της ζωντανής Ελλάδας, καμωμένη από τους δικούς της φωτογράφους, όπως εμφανίζεται για πρώτη φορά έξω από τη δική της χώρα».

Την επόμενη δεκαετία, ο Μυλώφ συνέχισε να παίζει ρόλο στα φωτογραφικά δρώμενα της χώρας, πάντα στον χώρο της ΕΦΕ και της ερασιτεχνικής ή ημι-ερασιτεχνικής φωτογραφίας. Το 1962 έγραψε «μικρό εισαγωγικό κείμενο» στο βιβλίο του ερασιτέχνη φωτογράφου Ανδρέα Τ. Χάννα Φωτογραφία: Η τέχνη της και τα μυστικά του σκοτεινού θαλάμου. Σύμφωνα με τον Άλκη Ξανθάκη η έκδοση αυτή «αποτέλεσε πράγματι το πρώτο σύγχρονο και πρακτικό βιβλίο που είχε κυκλοφορήσει στα ελληνικά». Ολοσέλιδη εξάλλου φωτογραφία του Μυλώφ με τίτλο Σπουδή γυμνού συμπεριλαμβάνεται στην τελευταία έκδοση της Ιστορίας της Ελληνικής Φωτογραφίας του Ξανθάκη, όπου όμως το όνομά του φωτογράφου αναφέρεται συστηματικά λάθος ως Πέτρος Μυλώφ.

Η διάσωση κάθε σημαντικού σε όγκο ή ποιότητα φωτογραφικού αρχείου αποτελεί κέρδος όχι μόνο για την ιστορία του μέσου, αλλά και για την αναζήτηση και κατανόηση του χαμένου παρελθόντος – για την οποία αναζήτηση, όπως μας θυμίζει ο Προυστ, εξίσου σημαντικό ρόλο με τα ουσιώδη παίζουν τα εκ πρώτης όψεως επουσιώδη. Ποιος άλλος εκτός από το Μυλώφ διανοήθηκε τότε να φωτογραφίσει, ε
κτός από την Ακρόπολη των Αθηνών, το ταπεινό εσωτερικό ενός περιπτέρου; 
 
Γιάννης Σταθάτος

 

ΜΠΟΡΙΣ ΚΙΡΠΟΤΙΝ: «Εγχειρίδιο Επιβίωσης»

Ο ρωσικής καταγωγής Boris Kirpotin (Μπόρις Κιρπότιν) στη δεύτερη έκθεσή του ασχολείται αποκλειστικά με τη σκηνοθετημένη φωτογραφία. Εμπνεόμενος από το απόκοσμο περιβάλλον της θάλασσας, δημιουργεί ασπρόμαυρα πορτρέτα που απεικονίζουν τους σκοτεινούς πρωταγωνιστές του: τα ψάρια.

Στα έργα του δημιουργεί μια «κλειστή πραγματικότητα» η οποία παραμένει απομονωμένη στον εαυτό της, και καταργώντας την έννοια της εικόνας ως «παραθύρου στην πραγματικότητα», σκηνογραφεί μια οπτική απάτη, που είναι η προσωπική του αλήθεια. Οι «χαρακτήρες» των πορτρέτων του αιωρούνται στην αβεβαιότητα, τη σιωπή, τη στασιμότητα και την έντονη μοναξιά. Ζουν εκεί όπου ο χρόνος έχει σταματήσει. Προσπαθούν να προσπελάσουν τα εμπόδια που τους θέτει ο καλλιτέχνης - εμπόδια που ο ίδιος τελικά θέτει στον εαυτό του.

Οι φωτογραφίες του Μπόρις Κιρπότιν ανήκουν σε ένα πολύ προσωπικό εικαστικό του ημερολόγιο. Οι ήρωες του, τα ψάρια, αντικαθιστούν το λεξιλόγιό του, τη φωνή του. Παίρνουν το χρόνο του και του τον επιστρέφουν με τη μορφή της ηρεμίας και της γαλήνης. Γίνονται το μέσο που χρησιμοποιεί ο ίδιος για να ασκήσει κριτική, να φωνάξει, να σκεφτεί τον εαυτό του, τους άλλους, και τέλος να αναρωτηθεί για τη συνύπαρξή του με τους άλλους. 
Λίνα Μαρκοπούλου